ημιστατήρ

ημιστατήρ
ἡμιστατήρ, ὁ (Α)
μισός στατήρας, είδος αρχαίου νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + στατήρ «νόμισμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡμιστατῆρα — ἡμιστατήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Статер — Золотая монета в 20 статеров эллинистического царя Бактрии Эвкратида I, весом в 169,2 г и диаметром 58 мм. Самая крупная монета, отчеканенная в античности …   Википедия

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”